το κύμα πάει, το κύμα έρχεται,
πάει,
έρχεται,
πάει,
έρχεται,
πάει,
και έρχεται
και μυρίζει φιδάκι
και αλάτι
22:05 - πίσσα ο ουρανός. Δεν υπήρχαν πολλές πηγές φωτός. Πέραν των αστεριών και δύο-τριών φαναριών που κρέμονταν από τις λιγοστές σκηνές.. Επρόκειτο για ένα κολπίσκο, σχεδόν άγνωστο. Μάζευε δεν μάζευε έξι εφτά παρέες τα Σαββατοκύριακα. Όσο για τις καθημερινές... την έλεγες και πριβέ παραλία.
22:20 - Εκείνη ξεπροβάλει απ'την σκηνή με μια πετσέτα τυλιγμένη στα μαλλιά σαν αφρικάνικη pagne και ένα φόρεμα καλοκαιρινό. Βγάζει κάτω απ'το τραπέζι δύο πιάτα και σερβίρει τα λίγα μακαρόνια που στράγγιζαν στο σουρωτήρι.
22:28 - Εμφανίζεται τότε και εκείνος. Έχοντας φροντίσει το μουσικό κομμάτι της βραδιάς. Για απόψε επέλεξε αυτό.
22:45 - Κάθονται λοιπόν μαζί στο τραπέζι μοιράζονται το λίγο φαγητό, απολαμβάνοντας την μουσική ντόπα.
23:14 - Τα αστέρια είναι πάρα πολλά. Είναι περιέργως πολλά. Ίσως τον χειμώνα, ξεσυνηθισμένοι ως είναι οι άνθρωποι δεν μπορούν να διανοηθούν ότι υπάρχουν τέτοιοι ουρανοί.
Κι αφήνουν τα πιάτα την άκρη. Και συζητούν και εκείνος ανάβει ένα τσιγάρο... και εκείνη ζηλεύει αλλά δεν θέλει ούτε γουλιά να του ζητήσει.. γιατί δεν το θέλει, απλά το ζηλεύει.
.
και σίγουρα τίποτα δεν θέλει να ζητήσει.
το 'χε κόψει αυτό το συνήθειο από καιρό.
όποιος θα 'θελε να της δώσει, από μόνος του θα 'νιωθε ίσως την ανάγκη και θα το έκανε,
ή θα το προσπαθούσε τουλάχιστον
23:30 - Εκείνος σηκώνεται παίρνει την καρέκλα του και την βάζει δίπλα στην δική της. Καπνίζει ακόμα ένα,
μα στο άλλο κρατά την χούφτα της με τρυφερότητα.
το σβήνει.
την κρύβει ολόκληρη στην αγκαλιά του.
αυτό.
κι εκείνη πλημμυρίστηκε από ευτυχία
που μπορούσε να ακούει αυτή την υπέροχη μουσική, -που άλλοτε μόνο πληγές θα έξυνε-
σ'αυτήν την ξεχασμένη παραλία,
μ'αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο που της ήταν τόσο παρών και εντός της, όσο ένα πακέτο τσιγάρα.
και ας πήγαινε το κύμα πάντα,
και ερχόταν,
πήγαινε,
και ερχόταν,
πάει,
έρχεται...