"Εκείνη την περίοδο, εγώ και ο αδερφός μου, μαλώναμε σχεδόν κάθε ώρα της ημέρας. Ήθελα να του σκίσω τις σημειώσεις, να πετάξω τα Λουκυ Λουκ του απ' το παράθυρο και να διαγράψω το παιχνίδι που έπαιζε στον υπολογιστή από την επιφάνεια εργασίας αλλά και από τον κάδο ανακύκλωσης.
Τολμώ να πω ότι έκανε την ζωή μου κόλαση. Τα νεύρα μου, με το που τον κοίταζα, πετάγονταν και τις φορές που διατηρούσα την ψυχραιμία μου απλά άλλαζα δωμάτιο με μιας.
Παραλήρημα.
Με είχε φέρει σε τέτοιο σημείο που ήθελα τόσο πολύ να του δώσω μια μπουνιά στα μούτρα και να μουδιάσει.
Μερικές μέρες μετά, σε κάποιο διάλειμμα, ενώ καθόμουν σε κάποιο παγκάκι μόνη μου και χάζευα, είδα να πλησιάζει μια γνωστή μου παρέα (τους ήξερα και τους συμπαθούσα πολύ, τα μισά μας καλοκαίρια τα περνούσαμε μαζί) και περνώντας πίσω απ' το παγκάκι μου, άκουσα αμιδρά το όνομά του. Τα επόμενα δευτερόλεπτα, τεντώνοντας το αυτί μου συνειδητοποίησα ότι μιλούσαν άσχημα για την όντως σπαστική του συμπεριφορά.
Κι όμως, εκείνη την στιγμή δεν ανακουφίστηκα, ούτε ένιωσα δικαίωση για κάτι που μέχρι τώρα οι ωριμότεροι μου, μου έκαναν παρατηρήσεις αποδίδοντας μου (τις μισές έστω) ευθύνες.
Εκείνη τη στιγμή το μαρτύριο που βίωνα καθημερινά, 24 ώρες το 24ωρο, οι κατεστραμμένες μου ζωγραφιές και αφίσες, το λούτρινο μου που του κρεμόταν πλέον το κεφάλι απ' την βίαιη εκδίκηση του για το παιχνίδι που του διέγραψα, εξαφανίστηκαν απ' το μυαλό μου.
Ένιωσα θιγμένη. Δεν είχαν το δικαίωμα. Γύρισα και τους αγριοκοίταξα.
Αυτοί σταμάτησαν και προχώρησαν με σκυμμένα βλέμματα προς το γήπεδο.
Πέρασαν μέρες μέχρι να αποκατασταθεί η ηρεμία στο δωμάτιο. Στο μυαλό μου και στα νεύρα μου.
Αλλά δεν έχει σημασία."