Μόλις έχει μπει ο Μάρτιος. Ή μήπως τέλος Φεβρουαρίου. Η
μνήμη μου δεν με βοηθάει εδώ…
Μετά το hot club πήγαμε μια βόλτα από Flaningans. Ήπιαμε μπύρες και εσείς γκρινιάζατε. Κι οι μπύρες
ήταν κερασμένες, γιατί κουφάλα, σου έκατσε τελικά! Παρά την γκρίνια σου. Και
χάρηκα απ’την καρδιά μου!
Μετά περπατήσαμε, ο ψηλός, η χελώνα και εγώ ως ΤΟ μαγαζί.
Διασχίσαμε τον Saône και φτάσαμε
μετά από ένα δεκάλεπτο περπάτημα στο Look bar. Είπες δυο κουβέντες με τον (φυσικά μαύρο) πορτιέρη. –γιατί πως
αλλιώς θα μπορούσε να είναι ένας τύπος που δουλεύει πόρτα σ’ένα μπαρ της Νέας Ορλεάνης;-
Μπορώ να με φανταστώ ακόμα και τώρα να γελάω με τα
γαλλοθεσσαλονικιώτικά σου. Και δεν είναι τυχαίο που αυτή η -ανύπαρκτη έστω-
λέξη έχει τρία λάμδα.
Και τελικά τον έπεισες παρά του ότι ήταν περίπου τρεις και μισή, να μας αφήσει να μπούμε. Γιατί εκτός των άλλων, όταν ένα μαγαζί εδώ κλείνει,
ΚΛΕΙΝΕΙ._
Και τελικά τον έπεισες παρά του ότι ήταν περίπου τρεις και μισή, να μας αφήσει να μπούμε. Γιατί εκτός των άλλων, όταν ένα μαγαζί εδώ κλείνει,
ΚΛΕΙΝΕΙ._
~
Το Μαγαζί
Φυσικά και θα είχε βαριές μπορντώ κουρτίνες για να περάσεις,
αλλά η φαντασία μου έφτανε μόνο ως εκεί. Που να φανταστώ τι κρύβεται πίσω από
αυτές τις κουρτίνες;
Ξύλινο μπαρ, χαλί χοντρό κάτω, μπορντώ επίσης αν θυμάμαι καλά. Φως κίτρινο και διακριτικό. Πάνω από το μπαρ ξύλο σκαλισμένο διαχωριστικό για το δεύτερο πάτωμα.
-μακάρι να είχα τις απαραίτητες γνώσεις να το περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια-
Και φυσικά ξύλινες σκάλες σε μια άκρη που σε βγάζουν εκεί. Χώρος ενιαίος. Κουρτίνες βαριές και μπορντώ παντού. Σε μια γωνία, υπάρχει ένα φωτιστικό με ένα μικρό άγαλμα
Ξύλινο μπαρ, χαλί χοντρό κάτω, μπορντώ επίσης αν θυμάμαι καλά. Φως κίτρινο και διακριτικό. Πάνω από το μπαρ ξύλο σκαλισμένο διαχωριστικό για το δεύτερο πάτωμα.
-μακάρι να είχα τις απαραίτητες γνώσεις να το περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια-
Και φυσικά ξύλινες σκάλες σε μια άκρη που σε βγάζουν εκεί. Χώρος ενιαίος. Κουρτίνες βαριές και μπορντώ παντού. Σε μια γωνία, υπάρχει ένα φωτιστικό με ένα μικρό άγαλμα
Πίσω από το μπαρ, δυο άνδρες, έχουν και οι δυο πάνω από 55
χρόνια στην πλάτη τους αλλά δεν θα ταίριαζε κανένας άλλος να βρίσκεται στην
θέση τους.
Εκείνη την νύχτα ήπιαμε cocktail maison (αυτό θυμάμαι να λες τουλάχιστον),
κόσμος διαφόρων ηλικιών, ηθών και προτιμήσεων.
Α, και ένας μεσιέ που είχε βγει νοκ-αουτ και έπεφτε μια απ’ την μια, μια απ’ την άλλη αφού κοιμόταν όρθιος. Μια παρέα κοπέλες παρακεί, τον σήκωναν κάθε λίγο που πήγαινε να πέσει.
Εκείνη την νύχτα ήπιαμε cocktail maison (αυτό θυμάμαι να λες τουλάχιστον),
κόσμος διαφόρων ηλικιών, ηθών και προτιμήσεων.
Α, και ένας μεσιέ που είχε βγει νοκ-αουτ και έπεφτε μια απ’ την μια, μια απ’ την άλλη αφού κοιμόταν όρθιος. Μια παρέα κοπέλες παρακεί, τον σήκωναν κάθε λίγο που πήγαινε να πέσει.
Πόση ατμόσφαιρα σε ένα μπαρ;;!
Δεύτερη νύχτα στο Look bar ακούω από κάποιον στην παρέα να λέει ότι το μπαρ έχει 40 χρόνια
λειτουργίας και κάποτε λέει ήταν οίκος ανοχής… Φήμες ή μη, το μυστήριο που το
περιβάλλει δένει ακόμα περισσότερο.
Τελευταία φορά ήταν γύρω στις 02:00 όταν επιχειρήσαμε να το
επισκεφθούμε.
Αυτήν την φορά ήμασταν μόνες μας εγώ και η Κ.
Στην πόρτα πάντα ο ίδιος τύπος, μιλάει με 3-4 ακόμα και κάνοντας να μπούμε μας ρίχνει ένα προβληματισμένο βλέμμα, συνοδευόμενο από την ατάκα:
Αυτήν την φορά ήμασταν μόνες μας εγώ και η Κ.
Στην πόρτα πάντα ο ίδιος τύπος, μιλάει με 3-4 ακόμα και κάνοντας να μπούμε μας ρίχνει ένα προβληματισμένο βλέμμα, συνοδευόμενο από την ατάκα:
-Tout le monde
est majeur, huh?
Κοιταζόμαστε και γελάμε δυνατά.
-Ouai on a vingt-trois
ans.. pas de souci.
Καθόμαστε στο μπαρ. Δεν είχαμε ιδέα τι θέλαμε να πιούμε,
αλλά δεν είχε σημασία. Γιατί ήξερε ο μπάρμαν. Ήταν ο Γιάννης Αγγελάκας με μαύρο
ζιβάγκο, κάτασπρο μαλλί και φράντζα. Τον εμπιστευτήκαμε γιατί τι άλλο θα
μπορούσαμε να κάνουμε με αυτό το παρουσιαστικό και μετά από την ατάκα: «Les meufs aiment beaucoup..»
Και φυσικά μας έφερε ένα τέλειο κοκτέιλ. Δυνατό, όχι σαν εκείνα τα φλώρικα της Βαστίλης.
Και δεν παίζει γαλλικά τραγούδια, όλως παραδόξως. Μόνο Jim Morrison.
Μετά από λίγο η μουσική σταματάει. Και εμφανίζεται από το πουθενά ένας jitano με μακριά μαλλιά και μια κιθάρα αλα μπρατσέτα, με σάπια δόντια ξεκινώντας να παίζει και να τραγουδάει ισπανικά τραγούδια. Έρχεται δίπλα μας, δεν έχει πολύ κόσμο και τραγουδάει όπως και όσο μπορεί ενώ παράλληλα απολογείται για τα φάλτσα του εξηγώντας μας -τραγουδώντας παρακαλώ-, ότι έχει πονόλαιμο. Πίσω του μια χοντρή παρδαλή με ένα ντέφι στο χέρι απλώνει την χερούκλα της στο μέρος μας και περιμένει επίμονα το κατιτίς για το θέαμα.
Και φυσικά μας έφερε ένα τέλειο κοκτέιλ. Δυνατό, όχι σαν εκείνα τα φλώρικα της Βαστίλης.
Και δεν παίζει γαλλικά τραγούδια, όλως παραδόξως. Μόνο Jim Morrison.
Μετά από λίγο η μουσική σταματάει. Και εμφανίζεται από το πουθενά ένας jitano με μακριά μαλλιά και μια κιθάρα αλα μπρατσέτα, με σάπια δόντια ξεκινώντας να παίζει και να τραγουδάει ισπανικά τραγούδια. Έρχεται δίπλα μας, δεν έχει πολύ κόσμο και τραγουδάει όπως και όσο μπορεί ενώ παράλληλα απολογείται για τα φάλτσα του εξηγώντας μας -τραγουδώντας παρακαλώ-, ότι έχει πονόλαιμο. Πίσω του μια χοντρή παρδαλή με ένα ντέφι στο χέρι απλώνει την χερούκλα της στο μέρος μας και περιμένει επίμονα το κατιτίς για το θέαμα.
Η βραδια κλείνει με ένα τελευταίο νούμερο. Αυτό με τα
ταχυδακτυλουργικά. Πρόκειται για δύο ταλαντούχους νεαρούς, τον Martin και
τον Matthieu. Ένα
δίδυμο αχτύπητο που με δυο τράπουλες και μια ευκολία σαν να ‘χαν εμπειρία
χρόνων μας μάγεψαν. Φεύγοντας, μας άφησαν σε μια ντάμα κούπα και ένα εφτάρι
απάνω, τα τηλέφωνα τους. Τόσο απλά, διακριτικά.
Μόνο στο Look
bar γίνοντα αυτά.
σουρεάλ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου