ένα κορίτσι αδύνατο, με μπούκλες αδέσποτες... μια μεσημεριανή σιέστα, φώς, τούλι, πεταλούδες... και σαπουνόφουσκες φυσικά!*
κάτι αυθόρμητο και κάτι αγαπημένο
Δεν είναι απαραίτητη προυπόθεση να συμφωνήσουμε σε κάτι. Γι' αυτό είναι οι απόψεις και οι γνώμες. Για να ανταλλάσονται, να μοιράζονται, να αλληλεπιδρούν! και αν είμαστε τυχεροί και καταλήξουμε σε κάτι ακόμα καλύτερα...
Αν σ' αγαπούν να μάθουν να στο λένε και αν δεν στο πουν να μάθεις να το κλέβεις και αν θες να δεις τα αληθινά να καίνε πρέπει στο ύψος της φωτιάς να ανέβεις Και σε λυπούνται που δεν το 'χεις νιώσει και εσύ λυπάσαι που το ξέρεις πρώτος και που κανείς δεν είχε λάβει γνώση πως η σιώπη σου ήταν χρόνια κρότος
Ξυπνώ μεσάνυχτα και ανοίγω το παράθυρο
και αυτό που κάνω ποιος σου το 'πε αδυναμία;
που λογαριάζω το μηδέν μου με το άπειρο
και βρίσκω ανάπηρο τον κόσμο στα σημέια
Να κοιμηθώ στο πάτωμα
να κλείσω και τα μάτια
γιατί υπάρχουν και άτομα
που γίνονται κομμάτια
and nobody knows what's gonna happen tomorrow we try not to show, how frightened we are if you let me I'll protect you however I can You' ve got to believe it'll be alright in the end You' ve got believe it'll be alright again
there are times we punish those who we need the most
και όμως, αυτή τη φορά δεν ήταν καφές. Ο χειμώνας έχει μπει για τα καλά, και τα κρυώματα δίνουν και παίρνουν. Την είχε γλιτώσει φθηνά, δεν μπορώ να πω... τι να σου πει ένας πονόλαιμος; αποφάσισε λοιπόν να ετοιμάσει τσάι. πήρε το κατσαρολάκι, ήταν σίγουρη πως ένα φλιτζάνι δεν θα ήταν αρκετό τσάι του βουνού, φλαμούρι, χαμομήλι, κάρδαμο, και αφού δεν θα ήτανε καφές το απογευματινό ρόφημα, ας είχε τουλάχιστον κανέλα. έβαλε λοιπόν και ένα ολόκληρο ξύλο κανέλα, έπρεπε να παραδεχθεί πως τι κι αν μην ήταν η αγαπημένη μυρωδιά απ' το χαρμάνι τα βότανα μοσχοβολούσαν. μια ιδέα μέλι, έτσι για το καλό του λαιμού και το τσάι σερβιρίστηκε στο φλιτζάνι. πήρε την κούπα στα χέρια της. είχε περάσει τα νύχια της με ένα βερνίκι μαύρο. Το πρώτο μαύρο του χειμώνα. και κοιτώντας μια τα χέρια μια την κούπα, νιώθοντας την ζέστη απ' το φλιτζάνι και την ζεστασιά της μάλλινης μπεζ χουχουλιάρικης ζακέτας, πήρε μια δόση μικρής χαράς της ζωής που λέμε. και ύστερα μπερδεύτηκε. Γιατί ο συνειρμός στο κεφάλι γύρισε πάλι στην εικόνα. Δεν αρκέστηκα στο τι θα ευφρανθεί μέσα της για το σκηνικό, αλλά έβαλε και πάλι στο παιχνίδι την γνώμη της στυλάτης πλειοψηφίας... Μιας πλειοψηφίας που εκφράζεται μέσα απ'τις οθόνες, που κερδίζει έδαφος μέσω τον vlog και των προφίλ, της ψηφιακής δραστηριότητας. πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να ξανακερδίσεις μια ζωή αληθινή, όταν ζεις πέντε, δέκα, είκοσι χρόνια μεταξύ αληθινής και ψεύτικης; πότε θα πάψει να υπάρξει η ιδέα : "αυτό είναι για Instagram!" "αυτό θα αρέσει", -κόζι-σκηνικά-και-πρωινά-με-σουπερ-φουντ-και-φασιον-τρεντς-και-ταξίδια- -όλοι-ταξιδεύουμε-παντού-και-πολύ- -ζήτω-το-βίντατζ- -ζήτω-οι-ανανάδες-τα-ροζ-φλαμίνγκο-τα-παλ-χρώματα-για-τα-καλοκαίρια- απλά για να ακούει ο κόσμος, η κοινωνία, η κοινότητα καλύτερα, ότι ταξιδεύουμε. -και-βάφουμε-τα-νύχια-μας-μαύρα-και-κρατάμε-ζεστές-κούπες-με-ροφήματα-και-τις-φωτογραφίζουμε-για-να-τις-δείξουμε. Ή και δεν τις φωτογραφίζουμε, πλέον δεν χρειάζεται. η σάπιοι συνειρμοί έχουν ήδη περάσει στο υποσυνείδητο πόσο έχουμε γελαστεί και πόσο δεν το έχουμε καταλάβει; πόσο συνεχίζουμε να φλερτάρουμε από ένα πληκτρολόγιο, την ίδια στιγμή που το απλό κλείσιμο ενός ματιού σε κάποιον μοιάζει το πιο τρομακτικό και βίαιο πράγμα στον κόσμο;