σε άφησα -ή μήπως με άφησες;- στην στάση σου. Ήρθε το λεωφορείο σου και μπήκες γρήγορα μέσα. Σ' αυτά τα δευτερόλεπτα δεν τέθηκε θέμα κανενός νεύματος αποχαιρετισμού. Απλά σιγομουρμουρίζαμε την γκρίνια μας. Το λεωφορείο σου έφυγε και εσύ εξαφανίστηκες μαζί μ' αυτό. Αφού στάθηκα λίγο, πήρα τα μούτρα μου τα ανέκφραστα και προχώρησα στην Αγίας Σοφίας.
Θυμάμαι πριν ένα χρόνο, την ίδια βόλτα περίπου, με την ίδια περίπου έκβαση. Μόνο που τότε είχε λυγίσει ένας απ' τους δύο. Κι οι δύο ίσως. Τώρα ήμασταν αδιάφοροι. Ψυχροί, ανέγγιχτοι από κάθε συναίσθημα, έχοντας επιτρέψει την "απαραίτητη" απόσταση να μπει και να στρογγυλοκαθήσει ανάμεσά μας άνετη.
Άνετη, όχι άβολη.
Προχώρησα στην οδό. Σε μια στιγμή κοντοστάθηκα μόνο σ' ένα περίπτερο να αγοράσω ένα σοκολατούχο γάλα, κι ύστερα συνέχισα αναζητώντας ένα παγκάκι άδειο σε σημείο τέτοιο όπου να μπορώ να παρατηρώ τους διαβάτες.
Λίγο αργότερα ήρθε και κάθισε ένα ζευγάρι στο διπλανό μου παγκάκι σε σημείο τέτοιο ώστε να μην μπορώ να τους παρατηρώ -αφού κάτι τέτοιο θα ήταν αδιάκριτο- αλλά ούτε και να τους αγνοήσω -αφού ήταν τόσο κοντά μου-
κι όλο αυτό αναμφίβολα γέννησε ένα μάτσο σκέψεις...
-άραγε υπάρχει κάποιος απ' τους δυό που κάνει τον άλλο ευτυχισμένο;
που κάνει την καρδιά να σκιρτήσει και το χαμόγελο να βασιλεύει;
-οι άνθρωποι γενικότερα σκεφτόμουνα, σαν τους ανοιχτείς και αφήσεις τον εαυτό σου στα χέρια τους σε μια στιγμή αδυναμίας, θλίψης, στενοχώριας, θα έρθει η μέρα που αυτήν την ανάμνηση θα την χρησιμοποιήσουν με κάποιον ανάρμοστο τρόπο.
-κι ίσως ο ρομαντισμός μου υπερβαίνει τα όρια του λογικού. Και προσκολάται με μελαγχολία στα όμορφα του παρελθόντος αντί να δει την πραγματικότητα και να αντιμετωπίσει με θάρρος τις καταστάσεις.
και κάπου εκεί, το κακάο τελείωσε. Το ζευγάρι δίπλα μου είχε ήδη τελειώσει το παγωτό του και είχε φύγει. Σηκώθηκα τότε και εγώ να ακολουθήσω.
2 ώρες μετά την δική σου αποχώρηση.