Αρκούν δυο εικοσιτετράωρα ανεργίας να σε ξαναρίξουν στο επίπεδο της απόγνωσης, της απογοήτευσης και της αίσθησης ότι δεν χρησιμεύεις σε κάτι
Είναι αυτό ερώτηση;
ένα κορίτσι αδύνατο, με μπούκλες αδέσποτες... μια μεσημεριανή σιέστα, φώς, τούλι, πεταλούδες... και σαπουνόφουσκες φυσικά!*
Αρκούν δυο εικοσιτετράωρα ανεργίας να σε ξαναρίξουν στο επίπεδο της απόγνωσης, της απογοήτευσης και της αίσθησης ότι δεν χρησιμεύεις σε κάτι
Είναι αυτό ερώτηση;
...Γονάτισα δίπλα στον ξαπλωμένο γέροντα, προσέχοντας να μην ταράξω την γαλήνη του. Κοιμόταν με το κεφάλι ελαφρά γερμένο στον ένα του ώμο. Κάπου κάπου σάλευε τα χείλια και τα φρύδια του. Ποιες εικόνες ενοικούσαν τα όνειρά του; Μπορεί, ανάμεσα σ'αυτές, να 'ταν κι η εικόνα του αδελφού του, του Χεράρδο, παιδιού ακόμα, να μαζεύει ελιές, ή να κατηφορίζουν μαζί για τη Χαέν, μια Κυριακή που 'χε ταυρομαχίες, ή να σκαρφαλώνουν στην κορφή του Βράχου του Μάρτος, εκεί απ' όπου, τα παλιά τα χρόνια, γκρέμιζαν τους θανατοποινίτες.
Το πρόσωπό του, σκαμμένο με άπειρες ρυτίδες, και μ'ένα αραιό, λευκό γένι, έδειχνε υγιέστατο. Το σώμα του ήταν λεπτό, με μεγάλα χέρια, και τα χοντρά δάχτυλα μαρτυρούσαν τον αγρότη. Και τα πόδια του ήταν μεγάλα -όπως του παππού μου. Καλά πόδια για περπάτημα.
Ο γέροντας άνοιξε τα μάτια. Είδα το είδωλό μου στις γκρίζες κόρες των ματιών του, που αστραποβολούσαν. Προσπαθούσε να κατατάξει την εικόνα μου ανάμεσα στις αναμνήσεις του.
"Ο Πακίτο είσαι, έτσι; Ο γιος της γαλατούς."
"Όχι δεν είμαι ο Πακίτο"
"Δε σ'ακούω γιε μου. Τι είπες;"
"Όχι, δον Άνχελ. Δεν είμαι ο Πακίτο" επανέλαβα, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής μου.
"Ε τότε, θα'σαι ο Μιγκελίγιο. Σαν πολλή ώρα δε σου πήρε να 'ρθεις;"
"Δον Άνχελ, θυμάσαι τον αδελφό σου, τον Χεράρδο;"
Κι εκείνη τη στιγμή, το βλέμμα του γέροντα διαπέρασε το δέρμα μου, τρύπησε όλα μου τα κόκαλα, βγήκε απ'το πορτάκι έξω, στο δρόμο, ανηφόρισε και κατηφόρισε, προσκύνησε κάθε δέντρο, κάθε σταγόνα λάδι, κάθε γουλιά κρασί, κάθε σβησμένο χνάρι, κάθε τραγουδισμένη καντάδα, κάθε ταύρο θυσιασμένο την κακιά ώρα, κάθε ηλιοβασίλεμα, κάθε τρίκωχο καπέλο που "σήκωσε κεφάλι" στους νοικοκυραίους, κάθε μαντάτο που ήρθε από μακριά, κάθε γράμμα που σταμάτησε να'ρχεται γιατί έτσι ειν' η ζωή η πουτάνα, κάθε σιωπή που παρατάθηκε ώσπου να παγιωθεί η απόλυτη αποξένωση.
"Χεράρδο...; Αυτόν που τον έλεγαν "Φίδι";
Όλο το 'σκαγε ο παππούς μου. Τον φοβόνταν και τον έψαχναν. Κι εκείνος άλλαζε πετσί κι ονόματα, κι όλο την ίδια εξεγερμένη αγάπη ζέσταινε στον κόρφο του.
"Ναι, δον Άνχελ. Έτσι τον έλεγαν."
"Ο αδελφός μου...; Αυτός που πήγε στην Αμερική;"
Ναι. Αυτός που πήγε στην Αμερική. Ένας απ' όλους αυτούς που μπήκαν στα καράβια γεμάτοι ελπίδα, απ' αυτούς τους Ισπανούς που, τέσσερις αιώνες μετά την ένοπλη εισβολή στην Αμερική, έφυγαν αναζητώντας την γαλήνη, κι εκεί τους καλοδέχτηκαν, και βρήκαν ξυλεία για να χτίσουν τα σπίτια τους, κι αρχοντικό κερί από μέλισσες δουλεύτρες για να γυαλίσουν τα τραπέζια τους, και ξηρά κρασιά για να πλάσουν τα καινούργια τους όνειρα, και μια γη που τους είπε : τόπος σου είναι εκεί όπου νιώθεις καλύτερα.
Ο παππούς μου. Αυτός που πήγε στην Αμερική. Αυτός που διέσχισε τη θάλασσα και, στην άλλη άκρη, βρήκε ανθρώπους έτοιμους. ν'ακούσουν τη φωνή του : "Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι μια ατιμία των εχθρών του ανθρώπου. Η φύση μας απαιτεί να λύνουμε τις διαφορές μας συζητώντας αδελφικά. Δεν μπορούμε να ρυθμίσουμε αυτό που η ζωή έχει ήδη ρυθμίσει". Αυτά έλεγε ο παππούς μου όταν ήμουνα παιδάκι, και μ' έπαιρνε μαζί του στις συνεδριάσεις της Εργατικής Αλληλεγγύης.
"Ναι, δον Άνχελ. Αυτός που πήγε στην Αμερική."
"Εσύ είσαι ο αδελφός μου;"
Από πολύ βαθιά μέσα μου, ο παππούς μου με παρακινούσε ν' απαντήσω : "Ναι. Πες του "ναι" κι αγκάλιασέ τον. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε αδέλφια, και στα ανυπεράσπιστα γηρατειά θάλλουν οι αιώνιες κι εύθραυστες αλήθειες".
"Όχι δον Άνχελ. Ο αδελφός σου, ο Χεράρδο, ήταν ο παππούς μου."
Το πρόσωπο του γέροντα σκοτείνιασε. Ανασηκώθηκε στην πολυθρόνα, ακούμπησε τα χέρια του στα γόνατά του και με περιεργάστηκε από πάνω ως κάτω. Άραγε, θα μου ζητούσε κάνα χαρτί; Ή να του ανοίξω το στήθος μου και να του δείξω την καρδιά μου;
"Μαρία!" φώναξε.
Από το σπίτι βγήκε μια γερόντισσα, ντυμένη στα κατάμαυρα. Τ'ασημένια της μαλλιά ήταν δεμένα κότσο, και με κοίταζε καλοσυνάτα. Ο δον Άνχελ ξερόβηξε, κι ύστερα είπε το πιο ωραίο ποίημα που μου χάρισε ποτέ η ζωή, και τότε κατάλαβα πως, επιτέλους, είχα κλείσει τον κύκλο, γιατί βρισκόμουν στην αφετηρία του ταξιδιού που 'χε ξεκινήσει ο παππούς μου. Ο δον Άνχελ είπε :
"Γυναίκα, φέρε κρασί, γιατί μας ήρθε ένας συγγενής απ' την Αμερική".
That's it!
240km in two days
Lille > Boulogne-sur-mer > Lille
Everytime I'm on the bike, I feel the freedom and gratitude in their utmost level.
It's like a prayer, like a meditation. It's the space where one never feels lost inside.
the place where you HAVE to face your fears, where you HAVE to protect your body and soul for survival reasons and that comes that naturally, that spontaneously... as if it has always been like that.
As if it has always been the only mechanism you know treating yourself.
It's definitely to me, one of the most beautiful solitaria & collectiva activity.
i openly confess my love and my respect to the experiences bicycle can offer to a human THOUGH,
I know more than ever before that a bike trip (or a trip) does not bring you all the happiness one needs.
Certainly, it can make you discover skills and faces of yourself or realize things and pour light to hidden corners of your soul, but I know that...
real change, comes from within.
The bike trip is maybe just the ticket to get to your a version of yourself that knows where to look for happiness, not the destination itselft.
Maybe tomorrow something will happen and I'll no more be able to cycle.
Injuries can happen...
like the painful one I had last year.
I can cross 10.000 or more kilometers, meet people, learn about other cultures,
but if I do not connect with my own peace in the siempresente
if I don't fight my demons,
my fears or guiltiness steming from my choices living far from the people I love most in life,
if I cannot provide a shelter to that girl and
if I cannot acknowledge and forgive me for my weaknesses and ACT to give me solutions, (problem > solution)
if I cannot realize and feel by myself the bless I have to breath, to have legs that can make these two bike wheels move, to have survived from depression once and twice,
if I cannot see the braveness to have loved and offered my energy, my songs, my paintings and my colours with all my heart to someone that was not interested to receive them rejecting them or ignoring and still finding the courage to feel again, to give again...
then i'll never be able to take and bear the responsibility of my own happiness.
I will risk ending up more disappointed than before in this notorious "pursuit of happiness"
remain frozen, when I'm supposed to be water and flow.
feel withered, when I'm supposed to combine "carpe diem" & "amor fati" to blossom.
Αγαπάει το ποδήλατο.
Γιατί όταν είναι πάνω σ' αυτούς τους δυο τροχούς, τότε ποτέ δεν νιώθει στα χαμένα.
Ο προορισμός είναι ξεκάθαρος και είναι ο ίδιος ο δρόμος.
Ακόμα και όταν δεν υπάρχει σαφής προορισμός
Αγαπάει το ποδήλατο.
Γιατί με τα χιλιόμετρα που αφήνει πίσω, με αυτά μετράει τη δύναμή του
και αυτό του δίνει συνέχεια κουράγιο να τραβήξει κι άλλο μπροστά, όσο πάει. όσο γουστάρει.
Γιατί εκεί που θα έχει ξεθεωθεί απ' την κούραση, θα ανακαλύψει τα αποθέματα ενέργειας στους κρυμμένους μυς του σώματός του.
Αυτούς που σπάνια έως ποτέ, στην ρουτίνα της πόλης, δεν επικαλείται.
Το ποδήλατο είναι ελευθερία.
και η ελευθερία είναι αγάπη.