Κυριακή 24 Μαΐου 2020

η καλύτερή μας







Μας πρότειναν να δουλέψουμε καλύτερα από τα "σπίτια" μας,

 - και εμείς βγήκαμε και εκείνο το ίδιο βράδυ και πήγαμε στο αγαπημένο μας μπαρ και χορέψαμε. Ήταν λίγο πριν το κλείσουν και αυτό όπως και όλα τα άλλα. 

Μας είπαν να απομονωθούμε,

 - και εμείς περνούσαμε τα 24ωρά μας πάντα παρέα και κάναμε τις πιο ανόητες παλαβομάρες. Τι να σου κάνουν 2 παιδιά 29 χρονών;
 - κοροϊδεύαμε τον κόσμο άλλοτε ειρωνικά και άλλο πειραχτικά απαντώντας με σκαστά φιλιά από 2 μέτρα απόσταση (την ενδεδειγμένη) και αγάπη στα βλέμματά τους που ήταν γεμάτα εχθρικότητα, επιφυλακτικότητα και φόβο.
Ο φόβος στα μάτια τους "φώναζε" από μακριά. Απέφευγαν κάθε τι που βάδιζε τάχα προς το μέρος τους. 
Μας είπαν να μείνουμε σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων απ' το σπίτι μας,
 

- και εσύ με πήρες να μου δείξεις το δάσος μας, το δάσος που κρυβόταν στην γειτονιά μας... που το χειμώνα κοιμόταν να ξεκουραστεί περιμένοντας την αγάπη του, την γλυκιά Άνοιξη. 
Δέος
Θαυμασμός 
Αυτές οι δύο λέξεις μου ήρθαν στο μυαλό, μην μπορώντας να πιστέψω πως για πρώτη φορά ζούσα τόσο κοντά σε ένα δάσος.
Ποια; Εγώ.


Μας εμπόδισαν να ταξιδέψουμε και σύντομα μας έκλεισαν τα σύνορα,

 - και εμείς ξεκινήσαμε να οργώνουμε αυτήν την μικροσκοπική χώρα με τα ποδήλατα. Όχι με δικά μας. Με αυτά της πόλης. Και ανακάλυψες την ευτυχία αυτού του πολυλατρεμένου οικολογικού δίκυκλου που τόσο μου έκλεψε την καρδιά το περασμένο καλοκαίρι. 

Μας είπαν να αποφεύγουμε τις επαφές και να απολυμαινόμαστε, 

 - και ευτυχώς δεν υπέκυψα στην ψυχολογική αυτήν βια και εκείνο το πρώτο Μαρτιάτικο Σάββατο μοιράστηκα τα παπλώματά μου με αυτό το αλητήριο πιτσιρίκι και κοιμηθήκαμε ζεστά και ωραία και το πρωί πήγαμε σαν έφηβοι με τις πυτζάμες σχεδόν στον φούρνο της γειτονιάς, να φάμε αυγά τηγανητά και κρουασάν. Και καφέ.

Mας εξηγούσαν με έναν καταιγισμό άρθρων πως να πιάνουμε με το γάντι το κρεμμύδι και πως να απολυμαίνουμε τα φρούτα μας και με τί με το που πάμε σπίτι, 

- και εμείς είπαμε "γαμιέστε" και αρχίσαμε την κηπουρική. Το σπίτι μας γέμισε σπόρους που τους φυτέψαμε μόνοι μας και κάθε μέρα τους βλέπαμε να μεγαλώνουν. Ήταν τα "μωρά" μας όπως τα αποκαλούσες.
Και εσύ δεν έμεινες στις γλάστρες. Έσκαψες ολόκληρο μποστάνι στον κήπο. Για να μεταφυτέψουμε τα βλαστάρια μας όταν θα ερχόταν η ώρα. 
- ύστερα μια μέρα χτύπησε το κουδούνι και ήρθε η "April" στην ζωή μας. Το κορίτσι που διψούσε για φως, της άρεσε να ακούει κλασσική και μεγάλωσε με νονούς της τους Simon & Garfunkel.

 - εγώ ζωγράφισα. Με χρώματα. Σχεδίασα τον κήπο της Άννας της γειτόνισσας και μετά ζωγράφισα κάτι απ'την καρδιά μου για την αγαπημένη μου Ο. που είχα τα τριακοστά της γενέθλια και έπρεπε να τα περάσει στο έτσι. Της έγραψα και ένα γράμμα γιομάτο αγάπη και το έβαλα σε έναν φάκελο και αυτόν σε άλλον φάκελο μήπως και το σιγουρέψω καλύτερα πως θα πάει. Το έστειλα με το ταχυδρομείο και δυστυχώς δεν έφτασε ποτέ. 

Αλήτες.
Η Άννα έχει και 2 γάτες -δεν σας είπα-, την Ελίζα και τον Εμίλ. Ο Εμίλ είναι κατάμαυρος και είναι το αγόρι μου, έτσι τον φωνάζω. Αγαπιόμαστε πολύ. Τα μάτια του είναι πράσινα και είναι πάντα τρυφερός και όολο μαδάει τρίχες.

- και παράγγειλα (το μοναδικό που παράγγειλα αυτούς τους 2 μήνες μετά από μέερες σκέψης) και μια ζώνη για τον "Όλυμπο", την κιθάρα μου και μεταμορφώθηκε γκόμενος σωστός. 

Εσύ αποφάσισες να μάθεις κιθάρα και κάθε μέρα θαυμάζω την αφοσίωση στον στόχο σου. 
<<η επανάληψη είναι η μήτηρ πάσης μαθήσεως>> μου είχε μάθει κάποιος και πού να 'ξερα τότε πόσο δίκιο και ουσία κρύβει μέσα της αυτή η φράση; 
Φαίνεται απ'την πολλή επανάληψη πλέον δεν άκουγα το περιεχόμενο. 


- πιο αργά προς το τέλος της Άνοιξης ήρθε η εποχή των croissant και των pancakes και τα σαββατοκυριακάτικα πρωινά μας γίναν ακόμα πιο νόστιμα.



Μας πλάσαραν και πλατφόρμες ομαδικών διαδικτυακών κλήσεων, 
- και κατ' εξαίρεση μιας γενέθλιας κλήσης και μιας άλλης δεύτερης υπερατλαντικής δεν συμμετείχα σε όλο αυτό το πανηγύρι
Και διάβασα βιβλία.
Διάβασα το πρώτο μου βιβλίο στα χιλιανά (όχι, όχι στα καστεγιάνικα. Χιλιανά ήταν) και ξαναδιάβασα τον Σιντάρτα του Hermann Hesse γιατί το χρειαζόταν η ψυχή μου. Σε ένα σαββατοκύριακο το τελείωσα και μου έκανε όντως πολύ καλό. Ζήτω το διάβασμα.

- αμ το άλλο πώς να το ξεχάσω; 
Μέσα σε όλες μας τις ζαβολιές, μπαμ καραμπινάτο έκανε εκείνο το απόγευμα της Κυριακής που είχες αυτή την αυθόρμητη φαεινή ιδέα να "δανειστούμε" εκείνο το μπουκάλι σαμπάνιας που είχαν κάνει δώρο της συγκατοίκου μας απ'την δουλειά της με την προϋπόθεση ότι μετά θα αγοράζαμε το μπουκάλι πίσω και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Διστακτική είπα "κακή ιδέα..." και φυσικά στο τέλος μπήκε στο σακίδιο και πήραμε τα ποδήλατα και μέσα στην νύχτα μπήκαμε στο δάσος. Πρώτη φορά με τα ποδήλατα βράδυ στο δάσος ήταν τόοοοοσο μαγικά και έντονα...

Γελάσαμε, χορέψαμε, διαφωνήσαμε, "την είπαμε" ο ένας στον άλλον και κάναμε μούτρα και μαλώσαμε ακόμα

πήραμε τον χρόνο μας να αποκαταστήσουμε τις ισορροπίες και ξαναμονιάσαμε
αισθάνθηκα πολλή μοναξιά. πάρα πολλή κάποιες φορές 
και αισθάνθηκα και πολλή και έντονη ευγνωμοσύνη. 

τι όμορφα που περάσαμε και αυτή την ξεχωριστή Άνοιξη Θέε μου. 


Η καλύτερή μας!










Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

mi primera novela chilena




"Tenemos tres dias, no nos apuremos", dijo. Acaricié su torso desnudo, sus brazos, sus hombros, recorriendo la topografia desconocida de ese cuerpo, sus valles y montes, admirando su piel lisa color bronce antiguo, piel de africano, la arquitectura de sus huesos largos, la forma noble de su cabeza, besando la hendidura del menton, los pomulos de barbaro, los languidos parpados, las orejas inocentes, la manzana de Adan, el largo camino del esternon, las tetillas como arandanos, pequeñas y morada. Volvi a arremeter contra su cinturon y nuevamente Daniel me detuvo con el pretexto que queria mirarme. 

Empezo a quitarme la ropa y es de nunce acabar: chaleco viejo de cachemira de Manuel, una franela de invierno, debajo otra mas delgada, tan desteñida que Obama es un solo borron, sosten de algodon con un tirante prendido con alfiler de ganchom pantalones comprados con Blanca en la tienda de ropa usada, cortos de pierna, pero abrigadores, medias gruesas y por ultimo las bragas blancas de colegiala que mi abuela me puso en la mochila en Berkeley. Daniel me tendio de espaldas en el nido y senti los arañazos de las rudas frazadas chilotas, insoportables en otras circunstancias y sensuales en ese momento. Con la punta de la lengua me lamio como un caramelo, haciendome cosquillas en algunas partes, despertando quien sabe que animalejo dormido, comentando el contraste de su piel oscura y mi olor original de escandinava, visible en su mortal palidez en lo sitios donde no pega el sol.

..."



"y me acurruqué en el abrazo de Daniel, ronroneando dichosa en el calor de su cuerpo y el olor amilzclado de los dos."




El cuaderno de Maya

Isabel Allende